Η κλινική εμπειρία έχει καταδείξει ότι οι παιδικές φοβίες είναι ένα θέμα που απασχολεί πολλούς γονείς. Η άποψη ότι το παιδί που εκδηλώνει φοβίες είναι «άρρωστο» ή «προβληματικό» βρίθει ανακρίβειας. Άλλο το παιδί του οποίου η δομή είναι φοβική, άλλο το παιδί που εκδηλώνει φοβίες. Αρκετές φορές η φοβία είναι αναγκαία έτσι ώστε το παιδί να μπορέσει να κτίσει την ιστορία του και να μπορέσει να ενταχθεί στον κοινωνικό δεσμό. Το κατά πόσον η φοβία δημιουργεί προβλήματα τα οποία περιορίζουν εμφανώς το παιδί (ή τον ενήλικα) στο να λειτουργήσει στην καθημερινότητά του, είναι κάτι που αφορά στο κάθε παιδί ξεχωριστά. Τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά κόρον για αντιμετώπιση της όποιας παιδικής φοβίας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το ίδιο το παιδί, χωρίς την παρουσία του στο κλινικό πλαίσιο και το δικό του Λόγο/Ομιλία, απλά στοχεύουν στην εξόντωση του λεγόμενου «συμπτώματος φοβίας» το οποίο αποτελεί απλά ένα μικρός μέρος εκδήλωσης του ψυχισμού του παιδιού, και δεν αγγίζουν το αίτιο. Κάτω από τέτοιες συνθήκες το σύμπτωμα επανεμφανίζεται στην ίδια ή σε άλλη μορφή (αντίδραση, λεγόμενη μαθησιακή δυσκολία, κλπ).
Οι φοβίες που αναπτύσσουν τα παιδιά δεν έχουν σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο της φοβίας τους (σκοτάδι, σκύλος, κλπ). Τα αντικείμενα αυτά είναι η μετάθεση του άγχους του παιδιού σε ένα αντικείμενο του οποίου έχει προσδώσει μια εικόνα, μια σημασία, την οποία μπορεί να κατα-νοήσει. Η φοβία δημιουργείται ασυνείδητα ως απάντηση, ως νόημα μπροστά σε κάτι στο οποίο δεν μπορεί να συμβολοποιήσει , να «εννοήσει» το παιδί, το Άγχος. Το άγχος δηλαδή προηγείται του συμπτώματος της φοβίας, δεν δημιουργεί η φοβία άγχος. Είναι απάντηση προς ένα άγχος μπροστά στο οποίο το παιδί αδυνατεί να προσδώσει νόημα, διότι το άγχος είναι αινιγματικό, δεν είναι ποτέ αυτό που λέμε «φοβάμαι ένα ανελκυστήρα ή ένα αεροπλάνο» ή μια κατάσταση.
Το άγχος (στα παιδιά ή στον ενήλικα) έχει βαθύτερα αίτια τα οποία δεν αφορούν στο φαινομενολογικό περιβάλλον. Τα αντικείμενα ή οι καταστάσεις που προκαλούν φόβο είναι η απάντηση μπροστά σ’αυτό που αγχώνει το παιδί ή τον ενήλικα, η μετάθεση του αινίγματος του άγχους σε ένα αντικείμενο που γνωρίζει κανείς καλύτερα (ζώα, τέρατα, σκοτάδι, πλήθος, κλπ), έτσι μπορεί να προσδώσει ένα νόημα μπροστά το μη-νόημα του άγχους. Εάν κάποιος μετατοπίζει το άγχος του στα αεροπλάνα μπορεί να οργανώσει τη ζωή του γύρω από την αποφυγή ενός ταξιδιού με αυτό, πράγμα που δίνει τη ψευδαίσθηση ότι το πραγματικό άγχος αφορά σε αυτό το αντικείμενο: το αεροπλάνο, πράγμα που μπορεί κανείς να αποφύγει. Γνωρίζουμε καλά κλινικά ότι αυτό το οποίο ονομάζεται ως φοβία (π.χ. σκύλος) δεν είναι στην πραγματικότητα αυτό που φοβίζει αλλά το αποτέλεσμα ενός άγχους στο οποίο ασυνείδητα πρέπει να προσδώσει κανείς ένα νόημα, ένα όνομα.
Συνήθως τα παιδιά καταφεύγουν ασυνείδητα στις φοβίες για να επεξεργαστούν κάποια θέματα που γι αυτά είναι προβληματικά για το ίδιο μέσα στον ψυχισμό του (σχέση γονέων, οικογενειακή ιστορία, σχέση του παιδιού και των γονέων με τον Συμβολικό Πατέρα, τον ευνουχισμό, κ.ά.). Όταν υπάρχει μια κρίση στη σχέση μητέρας-παιδιού, εκεί συνήθως εμφανίζεται η φοβία. Η κρίση αυτή δεν είναι απαραίτητα κάτι που μπορεί να εντοπίσει ο γονιός ούτε κάτι που προκαλεί η μητέρα απαραίτητα συνειδητά εφόσον είναι εσωτερική κρίση στο ψυχισμό του παιδιού, μια ασυνείδητη διεργασία που αφορά ξεκάθαρα το προσωπικό ερώτημα που απασχολεί το παιδί που συναντά κάτι στη σχέση του με τους γονείς και μπροστά στο οποίο πρέπει να τοποθετηθεί ως ύπαρξη, ως υποκείμενο επιθυμίας.
Το παιδί εκεί μπορεί να αντιμετωπίσει ένα εξωτερικό βίωμα στο οποίο θα εναποθέσει το ερώτημα αυτό που του προκαλεί άγχος και θα προβάλλει επάνω του τη φοβία (φοβία για το νερό, για ένα ζώο, ένα δάσκαλο, γιατρό, εξετάσεις κλπ). Έτσι το παιδί μεταθέτει την αγωνία του πάνω σε ένα αντικείμενο ή μια κατάσταση για να μπορέσει να αντιμετωπίσει και να οριοθετήσει μόνο του αυτό που του συμβαίνει. Γι αυτό και πολλές φορές δεν πρέπει να «ενοχλήσουμε» τη φοβία, να την «χειριστούμε», αλλά να αφήσουμε το παιδί να κτίσει τη φαντασία του για να μπορέσει να τοποθετηθεί ως υποκείμενο στον κοινωνικό δεσμό. Υπάρχουν δύο περιπτώσεις φοβίας: η πρώτη αφορά σε ένα σύμπτωμα που μπορεί να αναλυθεί και να επι-λυθεί, και η δεύτερη αφορά στο σύμπτωμα που χρειάζεται το παιδί για να μπορεί να κρατηθεί. Στη δεύτερη περίπτωση δεν συνίσταται η άρση ενός τέτοιου συμπτώματος γιατί το παιδί θα καταρρεύσει. Γενικά δεν πρέπει να δίνουμε βάρος στις φοβίες που παρουσιάζονται κατά καιρούς από το παιδί, θα πρέπει να το αφήσουμε να κτίσει το Νοήμά του μέσα από αυτήν χωρίς βέβαια να την ενθαρρύνουμε. Αν η φοβία καταστήσει το παιδί μη λειτουργικό, να φοβάται να βγει έξω, να κοιμηθεί, ή να λειτουργήσει στον κοινωνικό δεσμό, τότε ίσως υπάρχει φοβική δομή στο παιδί και καλό είναι να συμβουλευτούν οι γονείς ένα ειδικό ο οποίος θα δει το παιδί και θα μιλήσει μαζί του για να εντοπιστεί το αίτιο, τη θέση που καταλαμβάνει το αντικείμενο της φοβίας στο ασυνείδητο του παιδιού, και τη θέση που παίρνει το παιδί ως υποκείμενο στη ζωή του. Σε τέτοια περίπτωση ο «στόχος» δεν είναι να εξαλειφθεί η φοβία αλλά να εντοπιστεί η λειτουργία της στο ψυχισμό του παιδιού, και να συμβολοποιηθεί μέσω του λόγου. Το να προσπαθήσουμε να βοηθήσουμε το παιδί να καθησυχάσει τη φοβία του λέγοντας του επιτακτικά ότι δεν πρέπει να φοβάται, ότι ήμαστε δίπλα του, ή προσπαθώντας να επιλύσουμε τη συγκεκριμένη κατάσταση με τις λεγόμενες «ασκήσεις» και«στόχους», χωρίς να αγγίξουμε το αίτιο της φοβίας πέραν της έκφρασής της - που είναι μόνο το αντικείμενο της - τότε το παιδί θα καθησυχάσει για λίγο αυτό που του συμβαίνει μέχρι να βρει ένα άλλο τρόπο, τόπο, αντικείμενο, ή κατάσταση για να βρει νόημα σε αυτό που του συμβαίνει.
Τα πιο πάνω είναι απλά ενδεικτικά ως προς τη Φοβία ενός παιδιού (ή ενήλικα) και σε καμία περίπτωση δεν απαντούν στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του προσωπική ιστορία την οποία μόνο ο ίδιος μπορεί να λογοποιήσει. Η κλινική της ψυχανάλυσης λειτουργεί ακόμη και σε πολύ μικρές ηλικίες μέσω των διαφόρων πεδίων έκφρασης που χρησιμοποιεί ένα παιδί για να λογοποιήσει αυτό που του συμβαίνει (σχέδιο, παιχνίδι, κ.ά.).