Όλο και πιο πολλοί άνθρωποι λοιπόν εισέρχονται στο ψυχαναλυτικό, ή σε άλλο, πλαίσιο αναζητώντας ανακούφιση από τέτοιες «κρίσεις» άγχους. Δεν είναι περίεργο που τα 2/3 του DSM (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο) αφορούν στο γενικευμένο άγχος και στις κρίσεις πανικού. Στην αγγλική γλώσσα η κρίση πανικού ονομάζεται «panic attack» ή «anxiety attack». Εμπειρικά και φαινομενολογικά είναι μία επίθεση, μία ξαφνική και απροειδοποίητη «επίθεση» για την οποία κανείς άνθρωπος που υποφέρει από τέτοιες κρίσεις δεν μπορεί να πει από πού έρχεται, πώς προκαλείται ή γιατί εμμένει να εμφανίζεται "χωρίς λόγο". Αυτό που ακούγεται συνήθως από τα άτομα που έχουν κρίσεις πανικού, είναι η περιγραφή των σωματικών επιπτώσεών του: γρήγορες αναπνοές, ταχυκαρδία που προκαλείται λόγω της συχνότητας της εισπνοής αφού υπάρχει η αίσθηση απουσίας αέρα στα πνευμόνια, ζάλη, πίεση στο κεφάλι, αίσθηση κατάρρευσης, αίσθηση καρδιακής ανεπάρκειας, τρέμουλο, κλπ. Πέραν της φαινομενολογίας τέτοιων εκφράσεων της κρίσης άγχους, ο άνθρωπος δεν μπορεί ούτε να κατανοήσει, ούτε να λογοποιήσει το γιατί που του συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δημιουργεί συνεπώς ένα νόημα εκεί που υπάρχει το μη-νόημα. Λέει παραδείγματος χάριν ότι έχει «πανικό» γιατί περνά «μια δύσκολη φάση στη ζωή του» ή γιατί «δεν έχει αυτοπεποίθηση» ή ότι «είναι πολύ καλά και δεν ξέρει γιατί του συμβαίνει κάτι τέτοιο». Όποιο νόημα και να δοθεί συνήθως συνδέεται με κάποιο προφανές γεγονός στην ιστορία του ή στην παρούσα κατάσταση της ζωής του. Αυτό καθησυχάζει τον καθένα και κάποτε τέτοιες «κρίσεις» όντος εξαφανίζονται «δια μαγείας» όπως προέκυψαν, συνήθως όμως επιστρέφοντας αργότερα στην ίδια μορφή ή υπό τη μορφή κάποιου άλλου συμπτώματος. Όλη η ζωή του γυρνάει γύρω από την πιθανότητα ακόμη μιας «επίθεσης» πανικού, ο φόβος γίνεται το κέντρο της καθημερινότητάς του. Σύντομα η «κρίση πανικού» γίνεται ένας πολύ οικείος «ανοίκειος παρτενέρ» που καθορίζει τον τρόπο ζωής του υποκειμένου καθώς οργανώνει τη ζωή του γύρω από το φόβο μιας ενδεχόμενης συνάντησης μαζί του.
Στόχος των σημερινών ψυχολογικών προσεγγίσεων είναι η λεγόμενη θεραπεία του συμπτώματος, ενός γενικευμένου συμπτώματος (άγχος, πανικός, κλπ). Η βιο-ιατρική θεωρεί ότι το σύμπτωμα αφορά σε οργανικά αίτια και επιδιώκει τη θεραπεία δια μέσου της φαρμακευτικής αγωγής η οποία απλά καταστέλλει το σύμπτωμα χωρίς να του δώσει το λόγο. Οι ψυχο-λογικές παρεμβάσεις βασίζονται στην εκμάθηση και την τροποποίηση της συμπεριφοράς, εκπαιδεύοντας το υποκείμενο ως προς την αντικατάσταση του τρόπου σκέψης του.
Άγχος και Κρίση Πανικού στη Ψυχανάλυση
Για τη ψυχανάλυση το άγχος δεν είναι ένα καινούργιο θέμα αλλά ούτε και μιας ψυχοπαθολογίας. Ο Φρόϋντ μιλάει για τα συμπτώματα του άγχους στις απαρχές του 20ου αιώνα διευκρινίζοντας τη σημασία του στις ζωές των ασθενών του . Δεν άλλαξαν πολλά από τότε που συνάντησε ο Φρόϋντ το άγχος στην κλινική του, αν και θα έλεγε κανείς ότι πλέον δεν μιλάμε και τόσο συχνά για μια τόσο έντονη σωματοποίηση του άγχους (παράλυση, τύφλωση, κλπ). Συνεχίζοντας, τη ψυχανάλυση δεν την αφορά τόσο η φαινομενολογία του συμπτώματος σαν μια «σύγχρονη νόσος της εποχής μας», αλλά η δομή του συμπτώματος, πάντοτε συνδεδεμένο με το κάθε υποκείμενο που υπο-φέρει τις επιπτώσεις του.
Αυτό που αφορά την ψυχανάλυση είναι το άγχος ως αυτό ακριβώς που δεν εξαπατά, που αποκαλύπτει την αλήθεια του υποκειμένου, την δομική σχέση του με την έλλειψη και την επιθυμία, τη δική του και του Άλλου. Μιλώντας το υποκείμενο στο κλινικό πλαίσιο, ως ομιλόν σε ελεύθερο συνειρμό, μπορεί να μιλήσει για το άγχος του μέχρι να μπορέσει να δώσει ένα όνομα σε αυτό το Πραγματικό που το κατακλύζει και να μπορέσει ίσως να λάβει θέση έναντι σε αυτό που ¨του συμβαίνει" και να αναλάβει την επιθυμία του. Έτσι αλλάζει μια ζωή!